-
1 заверить
заверить 1) (уверить) βεβαιώνω 2) (удостоверить) πιστοποιώ, επικυρώνω \заверить копию επικυρώνω το αντίγραφο* * *1) ( уверить) βεβαιώνω2) ( удостоверить) πιστοποιώ, επικυρώνωзаве́рить ко́пию — επικυρώνω το αντίγραφο
-
2 скрепить
-шло, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скрепленный, βρ: -плен, -лена, -леноρ.σ.μ.1. βλ. крепить (1 σημ.).μτφ. συνδέω, ενώνω στενά•скрепить узы дружбы στερεώνω τους δεσμούς φιλίας.
2. βεβαιώνω, θεωρώ, επικυρώνω•скрепить копию печатью βάζω σφραγίδα στο αντίγραφο (ως ένδειξη εγκυρότητας).
3. скрепить себя βλ. скрепиться (2 σημ.).1. στερεώνομαι• συνδέομαι, ενώνομαι στενά.2. συγκρατούμαι.